«Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο. Να τη πετιέται από ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.»
Αυτό το πέταγμα περιμένω και αδημονώ να δω εδώ και τρία χρόνια αλλά δε το βλέπω. Το μονό που βλέπω από τους σημερινούς κατοίκους αυτής της δόλιας χώρας είναι μοναχά η αδιαφορία κι αν ποτέ υπάρξει κάποια στιγμή που λυγάει αυτός ο μαρμάρινος ο άνθρωπος, που είναι μπροστά από το χαζοκούτι, τότε λέω «Δε μπορεί. Δεν έχουν πεθάνει όλα. Υπάρχει ακόμη μια σπίθα».
Περιμένω την ώρα και τη στιγμή όπου αυτές οι μικρές σπίθες θα γίνουν φλόγα και θα λαμπαδιάσει μέσα μας η φωτιά. Οπότε θα πούμε: «Φτάνει πια! Δεν το αντέχω άλλο. Δεν αντέχω να μου παίρνουν τον ιδρώτα μου. Δεν αντέχω να μου παίρνουν τη περιουσία μου. Δεν αντέχω άλλο να μου στερούν τα όνειρά μου. Θέλω να κάνω όνειρα. Όνειρα για το αύριο. Όνειρα όπου θα βασιλεύει η Χαρά, η Δημιουργία, η Λευτεριά.»
Γιατί λεύτεροι δεν είμαστε, ραγιάδες είμαστε κάτω από τα προδοτικά ελληνικά χέρια. Χέρια που είναι γεμάτα αίμα, αίμα του Παύλου Φύσσα, αίμα των θυμάτων της Μαρφίν που δεν έχουν λάβει ακόμη δικαίωση και όλων αυτών που αυτοκτόνησαν γιατί τους είχαν πνίξει τα χρέη. Γιατί για αυτά τα χέρια, είμαστε απλά αριθμοί και τίποτα παραπάνω. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα, παρά μόνο να βγουν τα νούμερα που έχουν υποσχεθεί. Δεν υπολογίζουν τη ζωή σου, δεν τους ενδιαφέρει.
Κανένας τους δε σε ρώτησε αν ζεις ή αν πεθαίνεις, δε τους νοιάζει.
Βγαίνουν στα κανάλια και λεν ότι ξέρουν πώς είναι να ζεις με 500 ευρώ. Εγώ τους λέω πώς πολλοί δεν έχουν ούτε τα 500 ευρώ και δε ζουν σαν νοικοκύρηδες, που ήταν. Αλλά σαν επαίτες λίγης ανθρωπιάς, που σε ώρες δύσκολες, σαν αυτές, τη βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις. Μιας ανθρωπιάς που δε συγκρίνεται με όλα τα πλούτια του κόσμου, μιας και την αγάπη, την αλληλεγγύη, το φιλότιμο δεν την αγοράζει κανείς και δε διδάσκεται σε κανένα σχολείο αλλά είναι μέσα χαραγμένο στο DNA μας. Στο DNA ενός έθνους που έχει ανάγκη να σηκωθεί και να πετάξει από πάνω του καθετί δολερό που το μολύνει καθετί σάπιο που το κουβαλά παρασιτικά εδώ και δεκαετίες.
Μόνο έτσι θα έρθει η λύτρωση της λευτεριάς και θα σπάσουν τα δεσμά της δουλείας. Να πιάσουμε το καμάκι του ήλιου και να αγναντέψουμε το καθαρό ουρανό. Μιας και αυτό έκαναν οι παππούδες και προπαππούδες μας γενιές και γενιες. Με μοναδικά τους όπλα τη δίψα τους για την Ελευθερία. Την Ελευθερία την οποία ήξεραν πολύ καλά να τη κερδίζουν, όπως σε όλες αυτές τις χιλιάδες μάχες που κανείς δε περίμενε ότι θα κερδίσει αυτός ο μικρός ραγιάς. Γιατί κάθε σπιθαμή γης που καταλαμβάνουμε είναι κερδισμένη με αγώνες και αίμα Ελλήνων.
Πώς θα αφήσεις εσύ κάποιους να σου μικρύνουν τη γη αλλά και τη περηφάνια. Πώς τους αφήνεις να σε κατακρεουργούν, να σε λοιδορούν κάθε μέρα και να τα υπομένεις όλα καρτερικά. Τι περιμένεις; να μην απομείνει κανείς μας; Τότε ρωτώ: «ΤΙ ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ;»
Ένα άρθρο του Ηλία Μπουρμπούλα.
Αυτό το πέταγμα περιμένω και αδημονώ να δω εδώ και τρία χρόνια αλλά δε το βλέπω. Το μονό που βλέπω από τους σημερινούς κατοίκους αυτής της δόλιας χώρας είναι μοναχά η αδιαφορία κι αν ποτέ υπάρξει κάποια στιγμή που λυγάει αυτός ο μαρμάρινος ο άνθρωπος, που είναι μπροστά από το χαζοκούτι, τότε λέω «Δε μπορεί. Δεν έχουν πεθάνει όλα. Υπάρχει ακόμη μια σπίθα».
Περιμένω την ώρα και τη στιγμή όπου αυτές οι μικρές σπίθες θα γίνουν φλόγα και θα λαμπαδιάσει μέσα μας η φωτιά. Οπότε θα πούμε: «Φτάνει πια! Δεν το αντέχω άλλο. Δεν αντέχω να μου παίρνουν τον ιδρώτα μου. Δεν αντέχω να μου παίρνουν τη περιουσία μου. Δεν αντέχω άλλο να μου στερούν τα όνειρά μου. Θέλω να κάνω όνειρα. Όνειρα για το αύριο. Όνειρα όπου θα βασιλεύει η Χαρά, η Δημιουργία, η Λευτεριά.»
Γιατί λεύτεροι δεν είμαστε, ραγιάδες είμαστε κάτω από τα προδοτικά ελληνικά χέρια. Χέρια που είναι γεμάτα αίμα, αίμα του Παύλου Φύσσα, αίμα των θυμάτων της Μαρφίν που δεν έχουν λάβει ακόμη δικαίωση και όλων αυτών που αυτοκτόνησαν γιατί τους είχαν πνίξει τα χρέη. Γιατί για αυτά τα χέρια, είμαστε απλά αριθμοί και τίποτα παραπάνω. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα, παρά μόνο να βγουν τα νούμερα που έχουν υποσχεθεί. Δεν υπολογίζουν τη ζωή σου, δεν τους ενδιαφέρει.
Κανένας τους δε σε ρώτησε αν ζεις ή αν πεθαίνεις, δε τους νοιάζει.
Βγαίνουν στα κανάλια και λεν ότι ξέρουν πώς είναι να ζεις με 500 ευρώ. Εγώ τους λέω πώς πολλοί δεν έχουν ούτε τα 500 ευρώ και δε ζουν σαν νοικοκύρηδες, που ήταν. Αλλά σαν επαίτες λίγης ανθρωπιάς, που σε ώρες δύσκολες, σαν αυτές, τη βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις. Μιας ανθρωπιάς που δε συγκρίνεται με όλα τα πλούτια του κόσμου, μιας και την αγάπη, την αλληλεγγύη, το φιλότιμο δεν την αγοράζει κανείς και δε διδάσκεται σε κανένα σχολείο αλλά είναι μέσα χαραγμένο στο DNA μας. Στο DNA ενός έθνους που έχει ανάγκη να σηκωθεί και να πετάξει από πάνω του καθετί δολερό που το μολύνει καθετί σάπιο που το κουβαλά παρασιτικά εδώ και δεκαετίες.
Μόνο έτσι θα έρθει η λύτρωση της λευτεριάς και θα σπάσουν τα δεσμά της δουλείας. Να πιάσουμε το καμάκι του ήλιου και να αγναντέψουμε το καθαρό ουρανό. Μιας και αυτό έκαναν οι παππούδες και προπαππούδες μας γενιές και γενιες. Με μοναδικά τους όπλα τη δίψα τους για την Ελευθερία. Την Ελευθερία την οποία ήξεραν πολύ καλά να τη κερδίζουν, όπως σε όλες αυτές τις χιλιάδες μάχες που κανείς δε περίμενε ότι θα κερδίσει αυτός ο μικρός ραγιάς. Γιατί κάθε σπιθαμή γης που καταλαμβάνουμε είναι κερδισμένη με αγώνες και αίμα Ελλήνων.
Πώς θα αφήσεις εσύ κάποιους να σου μικρύνουν τη γη αλλά και τη περηφάνια. Πώς τους αφήνεις να σε κατακρεουργούν, να σε λοιδορούν κάθε μέρα και να τα υπομένεις όλα καρτερικά. Τι περιμένεις; να μην απομείνει κανείς μας; Τότε ρωτώ: «ΤΙ ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ;»
Ένα άρθρο του Ηλία Μπουρμπούλα.
ΠΗΓΗ: pinnokio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου