Θέλω να γίνω διάφανος, ώστε να σε κοιτώ και να μην το ξέρεις,και να με βλέπεις κι εσύ παντού σαν σωματίδιο από φως.
Θέλω να σου φέρω ένα κομμάτι απ’ το φεγγάρι για να δεις πως είναι πέτρα, και να σε δω κι εγώ να χαίρεσαι όπως χαίρεσαι μ’ ό,τι σου χαρίζω, χαϊδεύοντας ως και την πέτρα την ξερή σαν θησαυρό.
Θέλω να με παίρνεις τηλέφωνο απ’ το σούπερ μάρκετ και να μου λες πως ξόδεψες τα τελευταία μας λεφτά επειδή βρήκες εκείνο το κρασί που σου θυμίζει το πρώτο μας ταξίδι στο Παρίσι, με τα σακίδια, στο ξενοδοχείο που το ασανσέρ του έτριζε και δίπλα τον φούρνο που πούλαγε μισοτιμής τα στραβοχυμένα κρουασάν. Κι έτσι να γίνω κι εγώ ξανά στα χείλη σου κρασί και βούτυρο στα χέρια.
Θέλω να πω ξανά και ξανά τ’ όνομά σου, μέχρι να καταλάβω πως είναι και δικό μου, πως ανάμεσά μας δεν υπάρχει κενό, τελεία, απόσταση – μόνο μια λέξη κι ένα πλάσμα με πλεγμένα μέλη και κοινή καρδιά.
Θέλω να ξαναδούμε παλιές σειρές μέχρι να γεράσει ο καναπές και να πάρει το σχήμα μας, κι όταν πεθάνουμε να βλέπουν το εντύπωμα των κορμιών μας στις ξεχαρβαλωμένες γκρίζες μαξιλάρες όπως τις περιπτύξεις των εραστών στην Πομπηία πριν γίνουν μνήμη.
Θέλω, κι ας ακούγεται μακάβριο, ν’ ανακατέψουνε την τέφρα μας, να τη διαλύσουν σ’ ένα κουτί με κατακόκκινη μπογιά και να βάψουν με δαύτη τον πρώτο τοίχο που βάψαμε κόκκινο μαζί, κι έμοιαζαν με αίμα οι πιτσιλιές και τα χέρια μας με δολοφόνων. Κι όποιος μπαίνει στο δωμάτιο να μπαίνει στην καρδιά μας.
Θέλω να γίνω ένα απ’ αυτά τα ζούδια που βλέπουμε σε φωτογραφίες στο ίντερνετ και βγάζουμε στριγκλιές από τη γλύκα, κι έτσι μικροσκοπικός να τρυπώσω στην τσέπη σου και να με βγάλεις βόλτα, και με χωμένο το χέρι στην τσέπη να με χαϊδεύεις και να μην το ξέρει κανείς.
Θέλω να γίνω το αγαπημένο σου τραγούδι, που το ακούς χίλιες φορές λούπα τα βράδια και παθιάζεσαι και βουρκώνεις, για να χωθώ μέχρι την πιο βαθιά εσοχή του νου σου και μ’ ένα πανί να σφουγγίσω τα νερά της θλίψης.
Θέλω να κάνω τατουάζ την ημερομηνία της γνωριμίας μας παντού στο σώμα μου, ώσπου να γίνω άνθρωπος-ημέρα, κινητή εορτή του έρωτά μας.
Θέλω να γεράσουμε μαζί πάση θυσία, γιατί είναι αδιανόητος ένας κόσμος χωρίς εσένα μέσα του, θα καταρρεύσει απ’ την οδύνη και είναι κρίμα να χαθούν τόσοι άνθρωποι επειδή δεν σου χαλάλισε η φύση την αθανασία που σου πρέπει.
Θέλω να διαβάσεις αυτές τις αράδες και να τις βρεις κοινότοπες και μελοδραματικές και να βάλεις τα γέλια από ντροπή που πάλι σε εξέθεσα, μα κάτι εντός σου να φτερουγίζει ό,τι κι αν λες.
Θέλω να μυρίζω πάντα το κεφάλι σου, τα μαλλάκια σου, την ευωδιά απ’ το δέρμα σου το καπνισμένο απ’ τα τσιγάρα, και να σε φιλώ εκεί στην κορυφή της κεφαλής σαν παιδάκι μια σταλιά, γιατί είσαι και ψηλός πανάθεμά σε και δεν σε φτάνω.
Θέλω, αν ξεμωραθώ, να με λυπηθείς, και να μ’ αφήσεις να φύγω οικειοθελώς προτού χάσω κάθε ανάμνηση που σε περιέχει και σε καλημερίζω σαν ξένο κάθε μέρα, γιατί αυτό, αγάπη μου γλυκιά, θα ’ταν χειρότερο κι από χίλιους θανάτους.
Θέλω να ταξιδέψουμε κι άλλο, πολύ, παντού, κι ας είναι μερικές φορές χωρίς να δρασκελίσουμε καν την πόρτα του σπιτιού μας.
Θέλω πολλά και το ξέρω. Μα κακόμαθα και δεν μπορώ στα λίγα.
Γι’ αυτό θέλω να γίνω διάφανος. Για να στέκομαι πλάι σου και να κοιτώ τον καθρέφτη και το είδωλό μου να είσαι εσύ.
Κι έπειτα να γίνω μουσική που πάντα θα ιστορεί τον έρωτά μας.
Παραμύθι για ταλαιπωρημένες καρδιές.
Το γλυκό που δε γνωρίζει τι θα πει πίκρα.
Είδες; Ό,τι και να πω σε περιγράφει. Είσαι η λατρεμένη μου απεραντοσύνη.
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου