Δε ξέρω πώς να γράψω αυτές τις λέξεις τις μικρές.
Δε ξέρω πώς να γράψω εγώ ο μικρός για εσένα το Μεγάλο.
Δε ξέρω τι να πώ για σένα.
Και είναι τόσα λίγα όσα ξέρουμε..
Για σένα τον τίμιο.
Για σένα τον ανδρείο.
Για σένα το γενναίο.
Για σένα τον Έλληνα.
Εγώ ο μικρός με τεράστια ευλάβεια θα χαράξω στο χαρτί δυο κουβέντες για το μεγαλείο σου. Για τον αγώνα που έκαμες. Χωρίς ποτέ να ζητήσεις φλουριά και λάφυρα.
Προτιμούσες η φαμελιά σου να πεινάει παρά να στερήσεις από τη δόλια την Ελλάδα έστω και ένα γρόσι. Είσαι αυτός ο οποίος θα γεννιόσουν εκατό φορές για να την λευτερώσεις.
Ω Νικήτα Σταματελόπουλε.
Νικηταράς ο τουρκοφάγος, όπως έχεις μείνει στις καρδιές όλων των ελλήνων. Των δικών σου ανθρώπων. Για τους οποίους θυσίασες τα καλύτερα σου χρόνια στις αντάρες των μαχών, στις ράχες, στα βουνά.
Εσύ πρωταγωνιστή όλων των μεγάλων αγώνων. Πάντα ήσουν πλάι στο θείο σου τον Κολοκοτρώνη. Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Βαλτέτσι, Δολιανά αυτές είναι μονό λίγες από τις μάχες στις οποίες ήσουν παρόν και έδωσες όλη την ψυχή σου.
Ποιος θα ξεχάσει όταν στα Δερβενάκια έσπασες τρία σπαθιά και το τέταρτο έμεινε κολλημένο στο χέρι σου. Το χέρι αυτό που έπλασε τα πρώτα σύνορα της ελεύθερης Ελλάδος.
Κανείς δε θα ξεχάσει, όταν έκαμες τον έθνος των ελλήνων λεύτερο, την πληρωμή σου. Η πληρωμή σου για τις πολύτιμες υπηρεσίες σου στο έθνος ήταν η φυλακή, τα βασανιστήρια, το ξύλο και η παραλίγο η θανατική σου καταδίκη. Για τις τόσο πολύτιμες και μεγάλες υπηρεσίες στον αγώνα ενάντια στο τύραννο.
Και αφού, Νικήτα, έλαβες την πληρωμή σου σε άφησαν ελεύθερο. Τραγική ειρωνεία. Είναι κάνεις να γελά με τα παιχνίδια που παίζει η μοίρα στις ζωές των ανθρώπων. Άφησαν ελεύθερο αυτόν τον οποίο ελευθέρωσε ένα έθνος και έδωσε την ευκαιρία να το κυβερνήσουν κάποιοι ξένοι(??). Σε άφησαν άρρωστο, τυφλό και σακατεμένο και ο καλός μας βασιλιάς, ο Όθωνας, σου έδωσε μια σύνταξη και την άδεια να ζητιανεύεις σε μια εκκλησία απέξω, όπου δε πέρναγε ψυχή.
Τότε έτυχε νε σε βρει να ζητιανεύεις ένας φίλος σου, ξένος, από τον καιρό που πολεμούσες, και σε ρώτησε τι έκανες εκεί. Απάντησες εσύ γεμάτος περηφάνια «Κάθομαι εδώ και καμαρώνω τη λεύτερη πατρίδα μου. Η πατρίδα μου με τίμησε με σύνταξη για να ζω ευπρεπώς και με άνεση».
Ο ξένος όμως γνώριζε την ανέχεια από την οποία ματιζόταν ο Νικηταράς και φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με φλουριά. Τότε παρότι ήσουν εξαθλιωμένος, Νικήτα, του φώναξες και του πες: «κάτι σου έπεσε και μάλιστα είναι φλουριά. Πρόσεχε γιατί η περιοχή είναι επικίνδυνη».
Τέτοιος άνθρωπος ήσουν εσύ Νικήτα Σταματελόπουλε. Ταπεινός και γεμάτος περηφάνια. Ήσουν αυτός ο οποίος είχε ως μόνη χαρά τη προσφορά στο έθνος. Ήσουν αυτός που είπες κάποτε στη γυναίκα σου πάρε αυτή τη ταμπακέρα για να με θυμάσαι γιατί μετά τη πατρίδα πιο πολύ αγαπώ εσένα. Όταν ακόμη πέθανες η πατρίδα σε τίμησε και σε έθαψε δίπλα στο θείο σου όπως είχες ο ίδιος ζητήσει και φρόντισε να χαθεί το μνήμα σου και το δοξασμένο σου κορμί. Πάσα ελληνική γης έχει ανοιχτές της αγκάλες της για να φιλοξενεί το άψυχο και απολεσθέν κορμί σου.
Ένα άρθρο του Ηλία Μπουρμπούλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου