2 Οκτ 2012

Η ιστορία δύο ιερόδουλων από την Κομοτηνή … της Φεϊμέ και της Ναζμιέ

Όταν γεννήθηκε, στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε ένα χωριό της Κομοτηνής, την ονόμασαν Φεϊμέ κι αργότερα, όταν την έκλεισαν σε οίκο ανοχής της Θεσσαλονίκης, την είπαν Ευφημία. Τίποτα δεν έχει απομείνει πια από αυτήν.

Μόνο η φωτογραφία της σε ένα ροζ βιβλιαράκι -σε μια άδεια ιερόδουλου του 1936- που σε κοιτάει κατάματα σα να λέει: «από την κόλασή μου σού φωνάζω, εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».
Η φωτογραφία αυτή βρέθηκε τυχαία σε μία ομάδα ιστοσελίδας κοινωνικής δικτύωσης με θέμα τις παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος θα αναγνώριζε αυτή την όμορφη γυναίκα που περισσότερο θύμιζε κόρη καλής οικογενείας ή ακόμη και δασκάλα, παρά πόρνη.
 
Κι από αυτή τη φωτογραφία άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι μιας συγκινητικής ιστορίας που ξεκινά από ένα χωριό της Θράκης και μας οδηγεί στο «αμαρτωλά σπίτια» της παλιάς Θεσσαλονίκης. Η άδεια ιερόδουλου είχε πέσει στα χέρια κάποιου παλαιοπώλη στο Μπιτ Παζάρ, στην οδό Τοσίτσα, όπου και ήταν το σπίτι της. Εκεί τη βρήκε πριν από περίπου 10 χρόνια ένας συλλέκτης που ζει στους Νέους Επιβάτες. Η φωτογραφία δημοσιεύτηκε πριν από μερικά χρόνια στο περιοδικό «Ένεκεν» κι από εκεί την πήρε κάποιος και την ανάρτησε στο διαδίκτυο.

Ο εγκλεισμός στο «σπίτι της αμαρτίας»
Η Φεϊμέ γεννήθηκε γύρω στο 1905 σε ένα χωριό της Κομοτηνής, που τότε λεγόταν Γκιουμουλτζίνα. Λίγα χρόνια αργότερα γεννήθηκε και η αδελφή της, η Ναζμιέ. Τα δυο κορίτσια ορφάνεψαν σε πολύ μικρή ηλικία και αναζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι του θείου τους, στο γειτονικό χωριό.
Ο «στοργικός θείος» σύντομα άρχισε να «πουλάει» τη Φεϊμέ σε άντρες, αναφέρουν κάποιοι ηλικιωμένοι συγχωριανοί τους, οι οποίοι θυμούνται την ιστορία των δυο κοριτσιών. Σύντομα τους «βγήκε το όνομα» στο συντηρητικό περιβάλλον του χωριού και τα δυο κορίτσια πήγαν στην Κομοτηνή, πέταξαν τον φερετζέ και φόρεσαν ευρωπαϊκά ρούχα.
Δεν άργησε να τις συλλάβει το Ηθών και να τις χαρακτηρίσει ιερόδουλες. Κάπως έτσι οι δύο αδελφές βρέθηκαν κλεισμένες σε οίκο ανοχής της Θεσσαλονίκης. Τώρα πια δεν τις έλεγαν Φεϊμέ και Ναζμιέ, αλλά Ευφημία και Ερασμία.

Τι απέγινε η Φεϊμέ;
«Ήταν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 όταν γνωρίσαμε τη Φεϊμέ. Μέναμε στη Θεσσαλονίκη, στο Φόρο, μαζί με την αδελφή μου και τον άντρα της. Η μάνα μου, που φορούσε φερετζέ, καθόταν μία μέρα μπροστά στο σπίτι. Μία μεσήλικη κυρία με αρχοντική εμφάνιση που περνούσε εκείνη τη στιγμή από το δρόμο είδε τη μάνα μου και της μίλησε τουρκικά. Ήταν η Φεϊμέ.
 
Έτσι έγινε η γνωριμία και δημιουργήθηκε μια οικογενειακή φιλία. Η οικογένειά μου ήξερε τι δουλειά έκανε η Φεϊμέ , όμως εγώ ήμουν παιδί τότε και δεν μου είχαν πει τίποτα. Αργότερα, όταν μεγάλωσα, έμαθα. Οι δυο αδελφές είχαν υποφέρει πολύ στη ζωή τους. Έλεγαν ότι στην Κατοχή δούλευαν σε ένα “σπίτι” στο λιμάνι και ότι λόχος ολόκληρος “περνούσε” από πάνω τους.
Πάντως, όταν τις γνωρίσαμε, θα πρέπει να είχαν σταματήσει αυτή τη δουλειά και να έτρωγαν από τα έτοιμα. Όταν πηγαίναμε επίσκεψη σπίτι τους, στην οδό Τοσίτσα, για να ζεσταθούμε γιατί το δικό μας σπίτι ήταν κρύο, μου έδιναν ένα δεκάρικο για χαρτζιλίκι, αλλά όταν γυρίζαμε σπίτι μού το έπαιρνε η μάνα μου για να αγοράσει τρόφιμα να μας ταΐσει», λέει η 70χρονη, συνταξιούχος έμπορος, Μ.Κ., η οποία ζει σήμερα στην Κομοτηνή.
«Η αδελφή της Φεϊμέ, η Ναζμιέ, ήταν πολύ όμορφη. Στο σπίτι τους, που μύριζε τριαντάφυλλο, βερνικωμένο ξύλο και καπνό από τσιγάρα “Άρωμα”, είχαν μία φωτογραφία της Ναζμιέ από διαγωνισμό ομορφιάς. Στη πολυκατοικία που έμεναν δεν έδωσαν ποτέ σε κανέναν δικαίωμα να τις σχολιάσει.
Όμως ζούσαν με το φόβο μήπως ο αστυνομικός γείτονας μάθει για το παρελθόν τους. Δεν ήθελαν να ξαναζήσουν αυτά που πέρασαν και ντρέπονταν για την κατάσταση τους. Όταν πήγαιναν στο χωριό τους, φορούσαν φερετζέ. Στο σπίτι τους μερικές φορές φορούσαν σαλβάρια, αλλά όταν έβγαιναν έξω ήταν πολύ κομψές, με τις γούνες πάντα», θυμάται η Μ.Κ.
 
Στη δεκαετία του ‘70 οι δύο αδελφές ήταν πια πολύ φτωχές. Είχαν ξεπουλήσει όλα τους τα κοσμήματα και η Ναζμιέ πήγαινε και καθάριζε σπίτια για να ζήσουν κι αργότερα, όταν δεν μπορούσε πια να κάνει την καθαρίστρια, πήγαινε στα σπίτια κι έκανε ενέσεις. Πέθαναν κι οι δύο από καρκίνο, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 η Φεϊμέ, και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 η Ναζμιέ.
«Λίγο πριν πεθάνει, η Ναζμιέ τηλεφώνησε στην αδελφή μου και ζήτησε να πάει να τη δει, γιατί ήταν ολομόναχη και δεν είχε κανέναν δικό της. Η αδελφή μου δεν πήγε, φοβήθηκε “μην κολλήσει καρκίνο” κι έτσι πέθανε ολομόναχη. Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Το σπίτι τους στην Τοσίτσα μάλλον το κληρονόμησε κάποιος συγγενής τους από το χωριό που μετά θα το πούλησε. Φαίνεται, τότε, πέταξαν τα πράγματά τους κι έτσι θα βρέθηκε η άδεια ιερόδουλου στα παλιατζίδικα», προσθέτει η Μ.Κ.

πηγή:INPOST.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Λίγο πριν πεθάνεις…»

Ο παππούς μου ήταν φυσικός. Ήταν και 96 χρονών (όπως ο Μητσοτάκης). Όταν τον ρωτούσαν πόσων χρονών είναι απαντούσε «χοντρικά… λίγο πριν π...