Φάρος της δόξας μοναδικός και απαρασάλευτο λίκνο της
λευτεριάς.
Στέκεις εκεί ορθό.
Κι υψώνεις το κορμί σου.
Κανείς δε μπορεί να φανταστεί την δύναμή σου.
Ήρθε ο Κιουταχής να σε χαλάσει. Μα εσύ… Ώ εσύ Ιερό Κάστρο
της Λευτεριάς, μαρτυρικό Μεσολόγγι.
Δεν έσκυψες κεφάλι.
Είχες για κεφαλές σου τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο τον Τζαβέλα,
τον Μακρή, τον Ραζηκότσικα και τον Χρήστο τον Καψάλη, όπου σαν άλλος Σαμουήλ
καλόγερος έμεινε αιώνιος στη μνήμη των ανθρώπων.
Πολέμησες σκληρά και λύγισες του Αγαρηνού τα χέρια.
Που ήρθε να σου πάρει τη λευτεριά.
Τη δική σου λευτεριά την οποία έλαβες με το δικό σου αίμα.
Το αίμα των ανθρώπων σου των δικών σου Αγίων.
Χτύπαγες γερά του εχθρού τα όπλα.
Μα τότε ο Κιουταχής είχε πάθει μεγάλη συμφορά και στέλνει ο
σουλτάνος τα αιγυπτιακά σκυλιά και πρώτο πολέμαρχο τους τον Ιμπραήμ πασά.
Λέγει ο Μπραήμης τούτο το φράχτης δεν μπορείς να πάρεις. Εγώ
σε 15 μέρες θα το κάνω δικό μου.
Επολέμαγε σκληρά του Ρωμιού τα χέρια.
Μα τα Ρωμαίικα τα χέρια ήταν το κάτι άλλο.
Στη Κλείσοβα 131 ζευγάρια χέρια καθάρισαν 6.000 Αγαρηνά κουφάρια.
Και ο καιρός επέρναγε και το Μεσολόγγι δεν έπεφτε.
Έστεκε εκεί με την πείνα να θερίζει και τη δίψα να σκοτώνει.
Πόσο φθαρτή είναι η ανθρώπινη η φύση.
Μα οι αγωνιστές της λευτεριάς την είχαν υποτάξει και έτρωγαν
των νεκρών τα κορμιά τα αγιασμένα.
Τότε είπαν άλλο πια δεν πάει τούτο το πράμα. Δε μας
ταιριάζει.
Έλιωναν μέρα με τη μέρα. Έτσι έλαβαν την μεγάλη απόφαση και
είπαν θα κάμουν ΕΞΟΔΟ.
Να σπάσουν του εχθρού τα όπλα και να σκορπίσουν στα διπλανά
βουνά.
Πρώτα όμως εξομολογήθηκαν, συγχωρέθηκαν και μετείχαν των
Αχράντων και Φοβερών μυστηρίων του Χριστού. Αφού πλέον ήταν έτοιμοι να
παραδώσουν την ψυχή τους στο πλαστουργό.
Χωρίστηκαν σε τρις κολώνες. Η τρανότερη είχε μαζί της όλα τα
γυναικόπαιδα.
Μα του Ρωμιού τα σχέδια τα είχε χαλάσει ένα συμπολεμιστής
τους βούλγαρος που από παλιά γίνηκε Χριστιανός και αρματώθηκε μαζί τους.
Ήταν το βράδυ του Λαζάρου και ξημέρωνε του Βαγιού, στις 10
του Απρίλη του σωτήριου έτους 1826 όπου οι Μεσολογγίτες περίμεναν τη δική τους
ανάσταση.
Το δικό τους τέλος, σε αυτό το αβυσσαλέο μαρτύριο της πείνας
και της δίψας.
Από τους περίπου 11.000 πολίτες έζησαν περίπου 1.300.
Αυτός ήταν ο θλιβερός φόρος της λευτεριάς.
Με αυτό τον τρόπο οι νικητές έγιναν ηττημένοι.
Οι ηττημένοι γίνηκαν Νικητές και τοποθετήθηκε στις κεφαλές αυτών
ολόλαμπρο στεφάνι σαν αυτό των Αγίων Μαρτύρων.
“Μνήσθητι μου Κύριε” αυτές ήταν οι τελευταίες πύρινες λέξεις
που βγήκαν από τα ρωμαίικα τα χείλη στο ένδοξο το Μεσολόγγι.
Από εκεί και πέρα τούρκεψε κι άλλη χαρά δεν είδε.
Παρά τρις χρόνους
μετά.
Όταν ξανά ελευθερώθηκε και κατοικήθηκε από τους
εναπομείναντες Μεσολογγίτες.
Ένα άρθρο του Ηλία Μπουρμπούλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου